- ἔφαθ'
- ἔφατο , φημίSpir. Prooem.imperf ind mp 3rd sgἔφατε , φημίSpir. Prooem.imperf ind act 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιάχω — ἐπιάχω (Α) 1. επευφημώ («ὧς ἔφαθ , οἱ δ ἄρα πάντες ἐπίαχον υἶες Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. κραυγάζω, φωνάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιάχω «φωνάζω»] … Dictionary of Greek
επόμνυμι — ἐπόμνυμι και ἐπομνύω (Α) 1. κατόπιν, εν συνεχεία ορκίζομαι («ὧς ἔφαθ’ οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπώμνυον, ὡς ἐκέλευε» έτσι είπε, κι όλοι οι άλλοι στη συνέχεια ορκίζονταν όπως τούς έλεγε, Ομ. Ιλ.) β. «καὶ ἐπὶ μέγαν ὅρκον ὀμοῡμαι» και επί πλέον θα κάνω… … Dictionary of Greek